γάμπα

γάμπα
η
1) икра, голень (ноги); 2) нога (женская)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γάμπα" в других словарях:

  • γάμπα — η 1. το σαρκώδες τής κνήμης 2. η κνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gamba < (όψιμο λατ.) gamba < ελλ. καμπή] …   Dictionary of Greek

  • γάμπα — η (λ. ιταλ.), το σαρκώδες μέρος της κνήμης: Έχει λεπτές γάμπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • Liste Swadesh du grec moderne — Liste Swadesh de 207 mots en français et en grec moderne. Sommaire 1 Présentation 2 Liste 3 Voir aussi 3.1 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • βαθυκνήμις — ( ιδος), ο (Α) αυτός που φοράει υψηλές περικνημίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κνημίς < κνήμη «γάμπα»] …   Dictionary of Greek

  • γαμπίτσα — και γαμπούλα, η μικρή, λεπτοκαμωμένη γάμπα …   Dictionary of Greek

  • γαμπαδάτος — ο αυτός που φορεί γαμπά …   Dictionary of Greek

  • δασυκνήμις — ( ιδος), ο (Α) δασύκνημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κνήμη «το τμήμα τού ποδιού ανάμεσα στο γόνατο και στον αστράγαλο, η γάμπα»] …   Dictionary of Greek

  • δασυκνήμων — και δασυκνάμων, ον (Α) ο δασύκνημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κνήμη «η γάμπα»] …   Dictionary of Greek

  • δασύκνημος — η, ο (AM δασύκνημος, ον Α και δωρ. τ. δασύκναμος, ον) αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κνημος < κνήμη «η γάμπα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»